- υπεξαλέομαι
- Α(επικ. τ.) ξεφεύγω, αποφεύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐξαλέομαι «φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεξαλύσκω — Α ὑπεξαλέομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαλύσκω «φεύγω από κάποιον, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek